(ἄφιλος καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανέταιρος — ἀνέταιρος, ον (AM) ο δίχως φίλους ή συντρόφους … Dictionary of Greek
ἀνεταίρων — ἀνέταιρος without friends masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)